πετροσπουργίτης

πετροσπουργίτης
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Petronia petronia, ανοιχτόχρωμος, κοντόχοντρος σπουργίτης με κοντή ουρά και ραβδωτό στέμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • σπουργίτης — Κοινό όνομα μεικών παμφάγων στρουθιόμορφων, που ανήκουν όλα σχεδόν στην οικογένεια των Πλοκεϊδών. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρές διαστάσεις, πόδια λεπτά αλλά δυνατά, ράμφος κοντό, κωνικού σχεδόν σχήματος, και χαρακτηρίζονται γενικά από το ζωηρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”